αθέρμαντος

αθέρμαντος
και -αστος, -η, -ο (Α ἀθέρμαντος, -ον) [θερμαίνω]
αυτός που δεν θερμάνθηκε ή δεν μπορεί να θερμανθεί
αρχ.
«ἀθέρμαντος ἐστία» — η φράση υπονοεί είτε εστία που δεν θερμάνθηκε, είτε μτφ. οικογένεια που δεν εξάπτεται από φιλονικίες και πάθη.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ἀθέρμαντος — not heated masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αθέρμαντος — η, ο αυτός που δε θερμάνθηκε, αζέστατος: Χάλασε το καλοριφέρ κι έμεινε το σπίτι αθέρμαντο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀθέρμαντον — ἀθέρμαντος not heated masc/fem acc sg ἀθέρμαντος not heated neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀθερμάντῳ — ἀθέρμαντος not heated masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀθέρμαντα — ἀθέρμαντος not heated neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αθέρμαστος — η, ο [θερμαίνω] 1. αυτός που δεν θερμάνθηκε ή δεν θερμαίνεται, ο αθέρμαντος 2. ο αζεμάτιστος, ο αθέρμιστος* 3. αυτός που δεν εχει πυρετό, απύρετος …   Dictionary of Greek

  • αθέρμαστος — η, ο 1. αυτός που δεν έχει θέρμη, πυρετό: Ο άρρωστος σήμερα είναι αθέρμαστος. 2. αθέρμαντος (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”