- αθέρμαντος
- και -αστος, -η, -ο (Α ἀθέρμαντος, -ον) [θερμαίνω]αυτός που δεν θερμάνθηκε ή δεν μπορεί να θερμανθείαρχ.«ἀθέρμαντος ἐστία» — η φράση υπονοεί είτε εστία που δεν θερμάνθηκε, είτε μτφ. οικογένεια που δεν εξάπτεται από φιλονικίες και πάθη.
Dictionary of Greek. 2013.